επιχωριάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επιχωριάζω < αρχαία ελληνική ἐπιχωριάζω < ἐπιχώριος

Ρήμα

επιχωριάζω

  • εμφανίζομαι συχνά, ενδημώ (συνήθως τριτοπρόσωπο: επιχωριάζει)
      Αδελφοποιΐα επιχωριάζει με την λέξιν αδελφωσιά : οι αδελφοποιηθέντες λέγονταν μπράτιμοι ή βλάμηδες και οι συγγενείς σταυροπατέρας, σταυρομάνα, σταυραδέλφια. (Άννα I. Παπαμιχαήλ Κουτρούμπα, Ο σταυρός στους διαφόρους κλάδους του ελληνικού εθιμικού δικαίου, Επετηρίς του Λαογραφικού Αρχείου / Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, 1990 )

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.