ετερόχθων

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ετερόχθων < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

ετερόχθων, -ων, -ον

  • (λόγιο) αυτός που βρέθηκε να κατοικεί σε ξένη χώρα για οποιονδήποτε λόγο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.