επιλεγμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιλεγμένος η επιλεγμένη το επιλεγμένο
      γενική του επιλεγμένου της επιλεγμένης του επιλεγμένου
    αιτιατική τον επιλεγμένο την επιλεγμένη το επιλεγμένο
     κλητική επιλεγμένε επιλεγμένη επιλεγμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιλεγμένοι οι επιλεγμένες τα επιλεγμένα
      γενική των επιλεγμένων των επιλεγμένων των επιλεγμένων
    αιτιατική τους επιλεγμένους τις επιλεγμένες τα επιλεγμένα
     κλητική επιλεγμένοι επιλεγμένες επιλεγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επιλεγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος επιλέγω

Προφορά

ΔΦΑ : /e.pi.leɣˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επιλεγμένος

Μετοχή

επιλεγμένος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.