διαλεγμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαλεγμένος | η | διαλεγμένη | το | διαλεγμένο |
| γενική | του | διαλεγμένου | της | διαλεγμένης | του | διαλεγμένου |
| αιτιατική | τον | διαλεγμένο | τη | διαλεγμένη | το | διαλεγμένο |
| κλητική | διαλεγμένε | διαλεγμένη | διαλεγμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαλεγμένοι | οι | διαλεγμένες | τα | διαλεγμένα |
| γενική | των | διαλεγμένων | των | διαλεγμένων | των | διαλεγμένων |
| αιτιατική | τους | διαλεγμένους | τις | διαλεγμένες | τα | διαλεγμένα |
| κλητική | διαλεγμένοι | διαλεγμένες | διαλεγμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διαλεγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαλέγω
Μετοχή
διαλεγμένος, -η, -ο
- που τον έχουν διαλέξει
- μπορείς να φας τα φρούτα χωρίς φόβο, είναι όλα διαλεγμένα
Μεταφράσεις
διαλεγμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.