διαλεγμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαλεγμένος η διαλεγμένη το διαλεγμένο
      γενική του διαλεγμένου της διαλεγμένης του διαλεγμένου
    αιτιατική τον διαλεγμένο τη διαλεγμένη το διαλεγμένο
     κλητική διαλεγμένε διαλεγμένη διαλεγμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαλεγμένοι οι διαλεγμένες τα διαλεγμένα
      γενική των διαλεγμένων των διαλεγμένων των διαλεγμένων
    αιτιατική τους διαλεγμένους τις διαλεγμένες τα διαλεγμένα
     κλητική διαλεγμένοι διαλεγμένες διαλεγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διαλεγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαλέγω

Μετοχή

διαλεγμένος, -η, -ο

  1. που τον έχουν διαλέξει
    μπορείς να φας τα φρούτα χωρίς φόβο, είναι όλα διαλεγμένα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.