επικοινωνιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επικοινωνιακός | η | επικοινωνιακή | το | επικοινωνιακό |
| γενική | του | επικοινωνιακού | της | επικοινωνιακής | του | επικοινωνιακού |
| αιτιατική | τον | επικοινωνιακό | την | επικοινωνιακή | το | επικοινωνιακό |
| κλητική | επικοινωνιακέ | επικοινωνιακή | επικοινωνιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επικοινωνιακοί | οι | επικοινωνιακές | τα | επικοινωνιακά |
| γενική | των | επικοινωνιακών | των | επικοινωνιακών | των | επικοινωνιακών |
| αιτιατική | τους | επικοινωνιακούς | τις | επικοινωνιακές | τα | επικοινωνιακά |
| κλητική | επικοινωνιακοί | επικοινωνιακές | επικοινωνιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επικοινωνιακός < επικοινωνία + -ακός
Επίθετο
επικοινωνιακός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στην επικοινωνία
- επικοινωνιακή πολιτική
- που έχει το χάρισμα να έχει καλή επικοινωνία με τους άλλους
- επικοινωνιακός άνθρωπος
Πολυλεκτικοί όροι
Μεταφράσεις
επικοινωνιακός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.