επικοινωνιολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επικοινωνιολογία | οι | επικοινωνιολογίες |
| γενική | της | επικοινωνιολογίας | των | επικοινωνιολογιών |
| αιτιατική | την | επικοινωνιολογία | τις | επικοινωνιολογίες |
| κλητική | επικοινωνιολογία | επικοινωνιολογίες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επικοινωνιολογία < (απόδοση) αγγλική communication studies. Αναλύεται σε επι- + κοινωνιο- + -λογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.pi.ci.no.ni.o.loˈʝi.a/
Ουσιαστικό
επικοινωνιολογία θηλυκό
- (επικοινωνίες, κοινωνιολογία) η επιστημονική μελέτη της επικοινωνίας, των μέσων μαζικής ενημέρωσης
Συγγενικά
- επικοινωνιακός
- επικοινωνιολόγος
- επικοινωνώ
- και → δείτε τη λέξη επικοινωνία
Μεταφράσεις
επικοινωνιολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.