επικοινωνιολόγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | επικοινωνιολόγος | οι | επικοινωνιολόγοι |
| γενική | του/της | επικοινωνιολόγου | των | επικοινωνιολόγων |
| αιτιατική | τον/την | επικοινωνιολόγο | τους/τις | επικοινωνιολόγους |
| κλητική | επικοινωνιολόγε | επικοινωνιολόγοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επικοινωνιολόγος < επικοινωνί(α): επι- κοινωνί(α) + -ο- + -λόγος
Ουσιαστικό
επικοινωνιολόγος αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις
επικοινωνιολόγος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.