επικηρωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επικηρωμένος η επικηρωμένη το επικηρωμένο
      γενική του επικηρωμένου της επικηρωμένης του επικηρωμένου
    αιτιατική τον επικηρωμένο την επικηρωμένη το επικηρωμένο
     κλητική επικηρωμένε επικηρωμένη επικηρωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επικηρωμένοι οι επικηρωμένες τα επικηρωμένα
      γενική των επικηρωμένων των επικηρωμένων των επικηρωμένων
    αιτιατική τους επικηρωμένους τις επικηρωμένες τα επικηρωμένα
     κλητική επικηρωμένοι επικηρωμένες επικηρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επικηρωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος επικηρώνω < αρχαία ελληνική ἐπικηρόω < κηρός

Μετοχή

επικηρωμένος, -η, -ο

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη κερί

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.