επικηρώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επικηρώνω < αρχαία ελληνική ἐπικηρόω < κηρός

Ρήμα

επικηρώνω

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη κερί

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.