επικηρώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επικηρώνω < αρχαία ελληνική ἐπικηρόω < κηρός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κερί
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επικηρώνω | επικήρωνα | θα επικηρώνω | να επικηρώνω | επικηρώνοντας | |
| β' ενικ. | επικηρώνεις | επικήρωνες | θα επικηρώνεις | να επικηρώνεις | επικήρωνε | |
| γ' ενικ. | επικηρώνει | επικήρωνε | θα επικηρώνει | να επικηρώνει | ||
| α' πληθ. | επικηρώνουμε | επικηρώναμε | θα επικηρώνουμε | να επικηρώνουμε | ||
| β' πληθ. | επικηρώνετε | επικηρώνατε | θα επικηρώνετε | να επικηρώνετε | επικηρώνετε | |
| γ' πληθ. | επικηρώνουν(ε) | επικήρωναν επικηρώναν(ε) |
θα επικηρώνουν(ε) | να επικηρώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επικήρωσα | θα επικηρώσω | να επικηρώσω | επικηρώσει | ||
| β' ενικ. | επικήρωσες | θα επικηρώσεις | να επικηρώσεις | επικήρωσε | ||
| γ' ενικ. | επικήρωσε | θα επικηρώσει | να επικηρώσει | |||
| α' πληθ. | επικηρώσαμε | θα επικηρώσουμε | να επικηρώσουμε | |||
| β' πληθ. | επικηρώσατε | θα επικηρώσετε | να επικηρώσετε | επικηρώστε | ||
| γ' πληθ. | επικήρωσαν επικηρώσαν(ε) |
θα επικηρώσουν(ε) | να επικηρώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω επικηρώσει | είχα επικηρώσει | θα έχω επικηρώσει | να έχω επικηρώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις επικηρώσει | είχες επικηρώσει | θα έχεις επικηρώσει | να έχεις επικηρώσει | έχε επικηρωμένο | |
| γ' ενικ. | έχει επικηρώσει | είχε επικηρώσει | θα έχει επικηρώσει | να έχει επικηρώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε επικηρώσει | είχαμε επικηρώσει | θα έχουμε επικηρώσει | να έχουμε επικηρώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε επικηρώσει | είχατε επικηρώσει | θα έχετε επικηρώσει | να έχετε επικηρώσει | έχετε επικηρωμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν επικηρώσει | είχαν επικηρώσει | θα έχουν επικηρώσει | να έχουν επικηρώσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) επικηρωμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) επικηρωμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) επικηρωμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) επικηρωμένο | |||||
Μεταφράσεις
επικηρώνω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.