αλειμμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αλειμμένος | η | αλειμμένη | το | αλειμμένο |
| γενική | του | αλειμμένου | της | αλειμμένης | του | αλειμμένου |
| αιτιατική | τον | αλειμμένο | την | αλειμμένη | το | αλειμμένο |
| κλητική | αλειμμένε | αλειμμένη | αλειμμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αλειμμένοι | οι | αλειμμένες | τα | αλειμμένα |
| γενική | των | αλειμμένων | των | αλειμμένων | των | αλειμμένων |
| αιτιατική | τους | αλειμμένους | τις | αλειμμένες | τα | αλειμμένα |
| κλητική | αλειμμένοι | αλειμμένες | αλειμμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αλειμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αλείφω
Μεταφράσεις
αλειμμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.