επετηρίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επετηρίδα οι επετηρίδες
      γενική της επετηρίδας των επετηρίδων
    αιτιατική την επετηρίδα τις επετηρίδες
     κλητική επετηρίδα επετηρίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επετηρίδα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐπετηρίς < επι- + ελληνιστική κοινή ἐτηρίς < αρχαία ελληνική ἐτήρ / ἔτος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική annuaire)

Ουσιαστικό

επετηρίδα θηλυκό

  1. ονομαστικός κατάλογος αξιωματικών, υπαλλήλων κ.λπ. κατά σειρά αρχαιότητας
  2. βιβλίο που εκδίδεται ετησίως από σύλλογο, ίδρυμα ή δημόσια υπηρεσία και περιέχει πληροφορίες σχετικές με τις δραστηριότητες, την ιεραρχία τους κτλ.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.