ονομαστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ονομαστικός | η | ονομαστική | το | ονομαστικό |
| γενική | του | ονομαστικού | της | ονομαστικής | του | ονομαστικού |
| αιτιατική | τον | ονομαστικό | την | ονομαστική | το | ονομαστικό |
| κλητική | ονομαστικέ | ονομαστική | ονομαστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ονομαστικοί | οι | ονομαστικές | τα | ονομαστικά |
| γενική | των | ονομαστικών | των | ονομαστικών | των | ονομαστικών |
| αιτιατική | τους | ονομαστικούς | τις | ονομαστικές | τα | ονομαστικά |
| κλητική | ονομαστικοί | ονομαστικές | ονομαστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ονομαστικός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὀνομαστικός και (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική nominatif < αρχαία ελληνική ὀνομαστικῶς[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.no.ma.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐νο‐μα‐στι‐κός
Επίθετο
ονομαστικός, -ή, -ό
- σχετικός με το όνομα
- η ονομαστική τιμή των εμπορευμάτων μπορεί να έχει αυξηθεί, αλλά η πραγματική του αξία να έχει αποπληθωριστεί διαχρονικά με έτος βάσης του 2005
- αυτός που περιλαμβάνει ονόματα
- ο ΠτΔ εκλέγεται από τη Βουλή με ονομαστική ψηφοφορία
- αυτός που αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο
- ο μάρτυρας υπέδειξε τον υπαίτιο του εγκλήματος ονομαστικά
Πολυλεκτικοί όροι
Αναφορές
- ονομαστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.