ἐπετηρίς
Νέα ελληνικά (el)
| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἐπετηρίς | αἱ | ἐπετηρίδες | ||||
| γενική | τῆς | ἐπετηρίδος | τῶν | ἐπετηρίδων | ||||
| δοτική | τῇ | ἐπετηρίδι | ταῖς | ἐπετηρίσι(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | ἐπετηρίδα | τὰς | ἐπετηρίδας | ||||
| κλητική ὦ! | ἐπετηρίς* | ἐπετηρίδες | ||||||
| Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.