επίκαιρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επίκαιρος η επίκαιρη το επίκαιρο
      γενική του επίκαιρου της επίκαιρης του επίκαιρου
    αιτιατική τον επίκαιρο την επίκαιρη το επίκαιρο
     κλητική επίκαιρε επίκαιρη επίκαιρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επίκαιροι οι επίκαιρες τα επίκαιρα
      γενική των επίκαιρων των επίκαιρων των επίκαιρων
    αιτιατική τους επίκαιρους τις επίκαιρες τα επίκαιρα
     κλητική επίκαιροι επίκαιρες επίκαιρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επίκαιρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπίκαιρος. Συγχρονικά αναλύεται σε επί- + καιρ(ός) + -ος

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈpi.ce.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επίκαιρος

Επίθετο

επίκαιρος -η -ο

  1. του παρόντος (χρόνου)
  2. που ταιριάζει με την υπάρχουσα, αυτή τη στιγμή, κατάσταση
    η αναφορά στα προβλήματα της οικονομίας είναι πάντα επίκαιρη
  3. (στον πληθυντικό)  δείτε τη λέξη επίκαιρα
     συνώνυμα: οι ειδήσεις, τα νέα

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.