επικαιρότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επικαιρότητα οι επικαιρότητες
      γενική της επικαιρότητας των επικαιροτήτων
    αιτιατική την επικαιρότητα τις επικαιρότητες
     κλητική επικαιρότητα επικαιρότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επικαιρότητα < επίκαιρος + -ότητα

Προφορά

ΔΦΑ : /e.pi.ceˈɾo.ti.ta/

Ουσιαστικό

επικαιρότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του επίκαιρου
  2. το σύνολο των (σημαντικών) γεγονότων που συμβαίνουν τώρα ή την περίοδο αυτή

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.