επικαιρότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επικαιρότητα | οι | επικαιρότητες |
| γενική | της | επικαιρότητας | των | επικαιροτήτων |
| αιτιατική | την | επικαιρότητα | τις | επικαιρότητες |
| κλητική | επικαιρότητα | επικαιρότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.pi.ceˈɾo.ti.ta/
Ουσιαστικό
επικαιρότητα θηλυκό
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
επικαιρότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.