ἐπίκαιρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἐπίκαιρος | τὸ | ἐπίκαιρον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἐπικαίρου | τοῦ | ἐπικαίρου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἐπικαίρῳ | τῷ | ἐπικαίρῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἐπίκαιρον | τὸ | ἐπίκαιρον | ||
| κλητική ὦ! | ἐπίκαιρε | ἐπίκαιρον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἐπίκαιροι | τὰ | ἐπίκαιρᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἐπικαίρων | τῶν | ἐπικαίρων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐπικαίροις | τοῖς | ἐπικαίροις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐπικαίρους | τὰ | ἐπίκαιρᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἐπίκαιροι | ἐπίκαιρᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπικαίρω | τὼ | ἐπικαίρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐπικαίροιν | τοῖν | ἐπικαίροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἐπίκαιρος < ἐπί- → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
ἐπίκαιρος, -ος, -ον, συγκριτικός : ἐπικαιρότερος, υπερθετικός : ἐπικαιρότατος
- αυτός που βρίσκεται στον κατάλληλο χρόνο ή τόπο, έγκαιρος, επίκαιρος, κατάλληλος, χρήσιμος, ωφέλιμος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 6, 85.2
- διότι ἐν χωρίοις ἐπικαίροις εἰσὶ περὶ τὴν Πελοπόννησον.
- επειδή βρίσκονται σε καίρια σημεία γύρω από την Πελοπόννησο.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- διότι ἐν χωρίοις ἐπικαίροις εἰσὶ περὶ τὴν Πελοπόννησον.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 6, 34.4
- ὃ δὲ μάλιστα ἐγώ τε νομίζω ἐπίκαιρον ὑμεῖς τε διὰ τὸ ξύνηθες ἥσυχον ἥκιστ᾽ ἂν ὀξέως πείθοισθε, ὅμως εἰρήσεται.
- Εκείνο, όμως, που εγώ θεωρώ την μεγαλύτερη ευκαιρία στην παρούσα περίσταση, αλλά για το οποίο σεις, εξαιτίας της συνηθισμένης αδρανείας σας, θα πεισθείτε πάρα πολύ δύσκολα, που όμως πρέπει ν᾽ αναφέρω, είναι τούτο:
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- ὃ δὲ μάλιστα ἐγώ τε νομίζω ἐπίκαιρον ὑμεῖς τε διὰ τὸ ξύνηθες ἥσυχον ἥκιστ᾽ ἂν ὀξέως πείθοισθε, ὅμως εἰρήσεται.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 6, 85.2
- (για μέρη του σώματος) ζωτικός, σπουδαίος, ευάλωτος
- (ιατρική) (για τραύματα ή έλκη) επικίνδυνος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ διαίτης ὀξέων, 12, @scaife.perseus
- Εἰ γάρ τις ἑλκος λαβὼν ἐν κνήμῃ μήτε λίην ἐπίκαιρον μήτε λίην εὔηθες,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ διαίτης ὀξέων, 12, @scaife.perseus
- (για χρονική περίοδο) προσωρινός
- ≠ αντώνυμα: ἀΐδιος
Συγγενικά
- ἐπικαιρία
- ἐπικαίριος
- ἐπικαιρίως
- ἐπικαίρως
Πηγές
- ἐπίκαιρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπίκαιρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.