εξώνηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξώνηση οι εξωνήσεις
      γενική της εξώνησης* των εξωνήσεων
    αιτιατική την εξώνηση τις εξωνήσεις
     κλητική εξώνηση εξωνήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξωνήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξώνηση < μεσαιωνική ελληνική εξώνησις < αρχαία ελληνική ἐξωνέομαι / ἐξωνοῦμαι < ὠνέομαι / ὠνοῦμαι ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική réméré)

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈkso.ni.si/

Ουσιαστικό

εξώνηση θηλυκό

  1. (λόγιο) (σπάνιο) εξαγορά με ανέντιμους τρόπους, διαφθορά
  2. (νομικός όρος) το δικαίωμα που έχει ο πωλητής να επαναγοράσει από τον αγοραστή ό,τι τού πούλησε

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.