επαναγοράζω
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επαναγοράζω | επαναγόραζα | θα επαναγοράζω | να επαναγοράζω | επαναγοράζοντας | |
| β' ενικ. | επαναγοράζεις | επαναγόραζες | θα επαναγοράζεις | να επαναγοράζεις | επαναγόραζε | |
| γ' ενικ. | επαναγοράζει | επαναγόραζε | θα επαναγοράζει | να επαναγοράζει | ||
| α' πληθ. | επαναγοράζουμε | επαναγοράζαμε | θα επαναγοράζουμε | να επαναγοράζουμε | ||
| β' πληθ. | επαναγοράζετε | επαναγοράζατε | θα επαναγοράζετε | να επαναγοράζετε | επαναγοράζετε | |
| γ' πληθ. | επαναγοράζουν(ε) | επαναγόραζαν επαναγοράζαν(ε) |
θα επαναγοράζουν(ε) | να επαναγοράζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επαναγόρασα | θα επαναγοράσω | να επαναγοράσω | επαναγοράσει | ||
| β' ενικ. | επαναγόρασες | θα επαναγοράσεις | να επαναγοράσεις | επαναγόρασε | ||
| γ' ενικ. | επαναγόρασε | θα επαναγοράσει | να επαναγοράσει | |||
| α' πληθ. | επαναγοράσαμε | θα επαναγοράσουμε | να επαναγοράσουμε | |||
| β' πληθ. | επαναγοράσατε | θα επαναγοράσετε | να επαναγοράσετε | επαναγοράστε | ||
| γ' πληθ. | επαναγόρασαν επαναγοράσαν(ε) |
θα επαναγοράσουν(ε) | να επαναγοράσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω επαναγοράσει | είχα επαναγοράσει | θα έχω επαναγοράσει | να έχω επαναγοράσει | ||
| β' ενικ. | έχεις επαναγοράσει | είχες επαναγοράσει | θα έχεις επαναγοράσει | να έχεις επαναγοράσει | ||
| γ' ενικ. | έχει επαναγοράσει | είχε επαναγοράσει | θα έχει επαναγοράσει | να έχει επαναγοράσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε επαναγοράσει | είχαμε επαναγοράσει | θα έχουμε επαναγοράσει | να έχουμε επαναγοράσει | ||
| β' πληθ. | έχετε επαναγοράσει | είχατε επαναγοράσει | θα έχετε επαναγοράσει | να έχετε επαναγοράσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν επαναγοράσει | είχαν επαναγοράσει | θα έχουν επαναγοράσει | να έχουν επαναγοράσει |
| |
Μεταφράσεις
επαναγοράζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.