εξωσυζυγικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξωσυζυγικός η εξωσυζυγική το εξωσυζυγικό
      γενική του εξωσυζυγικού της εξωσυζυγικής του εξωσυζυγικού
    αιτιατική τον εξωσυζυγικό την εξωσυζυγική το εξωσυζυγικό
     κλητική εξωσυζυγικέ εξωσυζυγική εξωσυζυγικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξωσυζυγικοί οι εξωσυζυγικές τα εξωσυζυγικά
      γενική των εξωσυζυγικών των εξωσυζυγικών των εξωσυζυγικών
    αιτιατική τους εξωσυζυγικούς τις εξωσυζυγικές τα εξωσυζυγικά
     κλητική εξωσυζυγικοί εξωσυζυγικές εξωσυζυγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εξωσυζυγικός < εξω- + συζυγικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική extraconjugal)

Επίθετο

εξωσυζυγικός

Συνώνυμα

  • εξωγαμιαίος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.