συζυγικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συζυγικός η συζυγική το συζυγικό
      γενική του συζυγικού της συζυγικής του συζυγικού
    αιτιατική τον συζυγικό τη συζυγική το συζυγικό
     κλητική συζυγικέ συζυγική συζυγικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συζυγικοί οι συζυγικές τα συζυγικά
      γενική των συζυγικών των συζυγικών των συζυγικών
    αιτιατική τους συζυγικούς τις συζυγικές τα συζυγικά
     κλητική συζυγικοί συζυγικές συζυγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συζυγικός < σύζυγος + -ικός

Επίθετο

συζυγικός, -ή, -ό

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.