εξωκρινής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξωκρινής η εξωκρινής το εξωκρινές
      γενική του εξωκρινούς* της εξωκρινούς του εξωκρινούς
    αιτιατική τον εξωκρινή την εξωκρινή το εξωκρινές
     κλητική εξωκρινή(ς) εξωκρινής εξωκρινές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξωκρινείς οι εξωκρινείς τα εξωκρινή
      γενική των εξωκρινών των εξωκρινών των εξωκρινών
    αιτιατική τους εξωκρινείς τις εξωκρινείς τα εξωκρινή
     κλητική εξωκρινείς εξωκρινείς εξωκρινή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εξωκρινής < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική exocrine < αρχαία ελληνική ἔξω + (ἐκ)κρίνω

Επίθετο

εξωκρινής, -ήσαν, -ές

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.