σμήγμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σμήγμα τα σμήγματα
      γενική του σμήγματος των σμηγμάτων
    αιτιατική το σμήγμα τα σμήγματα
     κλητική σμήγμα σμήγματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σμήγμα < αρχαία ελληνική σμῆγμα

Ουσιαστικό

σμήγμα ουδέτερο

  • λιπαρό και ημίρρευστο έκκριμα ειδικών αδένων, οι οποίοι βρίσκονται σε όλη την επιφάνεια του δέρματος εκτός από τις παλάμες και τις πατούσες, και κρατάει μαλακό το δέρμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.