εκφορητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκφορητικός | η | εκφορητική | το | εκφορητικό |
| γενική | του | εκφορητικού | της | εκφορητικής | του | εκφορητικού |
| αιτιατική | τον | εκφορητικό | την | εκφορητική | το | εκφορητικό |
| κλητική | εκφορητικέ | εκφορητική | εκφορητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκφορητικοί | οι | εκφορητικές | τα | εκφορητικά |
| γενική | των | εκφορητικών | των | εκφορητικών | των | εκφορητικών |
| αιτιατική | τους | εκφορητικούς | τις | εκφορητικές | τα | εκφορητικά |
| κλητική | εκφορητικοί | εκφορητικές | εκφορητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εκφορητικός < αρχαία ελληνική ἐκφορέω / ἐκφορῶ + -τικός
Επίθετο
εκφορητικός
- (ιατρική) που περνάει κάτι μέσα απ’ αυτόν (π.χ. αγωγό) και παροχετεύεται προς τα έξω
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φέρω
Μεταφράσεις
εκφορητικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.