εντεψίζης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εντεψίζης | οι | εντεψίζηδες |
| γενική | του | εντεψίζη | των | εντεψίζηδων |
| αιτιατική | τον | εντεψίζη | τους | εντεψίζηδες |
| κλητική | εντεψίζη | εντεψίζηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
εντεψίζης αρσενικό
- (παρωχημένο) (ιδιωματικό) αναιδής, άσεμνος, αθυρόστομος
- Πολύ σωστά. Είχα πολύ δίκιο. Μα αυτά τα ’καναν καμπόσοι εντεψίζηδες. Αυτοί κάψανε το κεφάλι του κόσμου. Ο θεός ας τους παιδέψει κατά τα έργα τους. Ίνσαλλάχ! (Στράτης Μυριβήλης, Πόλεμος)
Συγγενικά
Πηγές
- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.