ανάγωγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανάγωγος η ανάγωγη το ανάγωγο
      γενική του ανάγωγου της ανάγωγης του ανάγωγου
    αιτιατική τον ανάγωγο την ανάγωγη το ανάγωγο
     κλητική ανάγωγε ανάγωγη ανάγωγο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανάγωγοι οι ανάγωγες τα ανάγωγα
      γενική των ανάγωγων των ανάγωγων των ανάγωγων
    αιτιατική τους ανάγωγους τις ανάγωγες τα ανάγωγα
     κλητική ανάγωγοι ανάγωγες ανάγωγα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

  1. ανάγωγος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνάγωγος
  2. ανάγωγος < αναγωγ(ή) + -ος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική irréductible[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈna.ɣo.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανάγωγος

Επίθετο

ανάγωγος -η -ο

Μεταφράσεις

Επίθετο

ανάγωγος -η -ο

  • (μαθηματικά) (για κλάσματα) που δεν μπορεί να απλοποιηθεί περισσότερο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.