εντεψίζικο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εντεψίζικο τα εντεψίζικα
      γενική του εντεψίζικου των εντεψίζικων
    αιτιατική το εντεψίζικο τα εντεψίζικα
     κλητική εντεψίζικο εντεψίζικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εντεψίζικο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εντεψίζικος στον ενικό

Ουσιαστικό

εντεψίζικο ουδέτερο

  1. άσεμνο, αθυρόστομο, σόκιν
  2. πληθυντικός:  δείτε τη λέξη εντεψίζικα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.