εντεψιζλίκι

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

εντεψιζλίκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική edepsizlik

Ουσιαστικό

εντεψιζλίκι ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.