εντεψίζικα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εντεψίζικα < εντεψίζικ(ος) + -α
Ουσιαστικό
εντεψίζικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- ξόρκια με πρόστυχα λόγια, με τα οποία προσπαθούσαν οι γυναίκες να ανάψουν τον πόθο ενός άντρα
- ονομασία συλλογής ποιημάτων του Γιώργου Σεφέρη (με το ψευδώνυμο Μαθιός Πασχάλης) με ποιήματα αθυρόστομα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη εντεψίζης
Μεταφράσεις
εντεψίζικα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.