acute

Αγγλικά (en)

παραθετικά
θετικός acute
συγκριτικός more acute
υπερθετικός most acute

Επίθετο

acute (en)

  1. οξύς, πολύ σοβαρός
    Juvenile delinquency is an acute social problem.
    Η εγκληματικότητα των νέων είναι ένα οξύ κοινωνικό πρόβλημα.
  2. οξύς, για ασθένειες που γίνονται γρήγορα σοβαρές και επικίνδυνες
    acute kidney failure - οξεία νεφρική ανεπάρκεια
  3. οξύς, για τις αισθήσεις που είναι ευαίσθητες
    acute vision - οξεία όραση
  4. (γεωμετρία) οξύς
    an acute angle - οξεία γωνία
     αντώνυμα: obtuse
  5. (για τονισμένο γράμμα) που παίρνει οξεία

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.