ενημερώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ενημερώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος ενημερώνω
Ρήμα
ενημερώνομαι
- λαμβάνω τις πιο πρόσφατες πληροφορίες για ένα θέμα, είμαι πληροφορημένος για αυτό
- (πληροφορική) (για λογισμικό) γίνομαι, με πρόσθεση κώδικα ή με αντικατάσταση του υπάρχοντος, η πιο πρόσφατη έκδοση προγράμματος, εφαρμογής, κλπ.
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ενημερώνομαι | ενημερωνόμουν(α) | θα ενημερώνομαι | να ενημερώνομαι | ||
| β' ενικ. | ενημερώνεσαι | ενημερωνόσουν(α) | θα ενημερώνεσαι | να ενημερώνεσαι | (ενημερώνου) | |
| γ' ενικ. | ενημερώνεται | ενημερωνόταν(ε) | θα ενημερώνεται | να ενημερώνεται | ||
| α' πληθ. | ενημερωνόμαστε | ενημερωνόμαστε ενημερωνόμασταν |
θα ενημερωνόμαστε | να ενημερωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | ενημερώνεστε | ενημερωνόσαστε ενημερωνόσασταν |
θα ενημερώνεστε | να ενημερώνεστε | (ενημερώνεστε) | |
| γ' πληθ. | ενημερώνονται | ενημερώνονταν ενημερωνόντουσαν |
θα ενημερώνονται | να ενημερώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ενημερώθηκα | θα ενημερωθώ | να ενημερωθώ | ενημερωθεί | ||
| β' ενικ. | ενημερώθηκες | θα ενημερωθείς | να ενημερωθείς | ενημερώσου | ||
| γ' ενικ. | ενημερώθηκε | θα ενημερωθεί | να ενημερωθεί | |||
| α' πληθ. | ενημερωθήκαμε | θα ενημερωθούμε | να ενημερωθούμε | |||
| β' πληθ. | ενημερωθήκατε | θα ενημερωθείτε | να ενημερωθείτε | ενημερωθείτε | ||
| γ' πληθ. | ενημερώθηκαν ενημερωθήκαν(ε) |
θα ενημερωθούν(ε) | να ενημερωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ενημερωθεί | είχα ενημερωθεί | θα έχω ενημερωθεί | να έχω ενημερωθεί | ενημερωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις ενημερωθεί | είχες ενημερωθεί | θα έχεις ενημερωθεί | να έχεις ενημερωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ενημερωθεί | είχε ενημερωθεί | θα έχει ενημερωθεί | να έχει ενημερωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ενημερωθεί | είχαμε ενημερωθεί | θα έχουμε ενημερωθεί | να έχουμε ενημερωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ενημερωθεί | είχατε ενημερωθεί | θα έχετε ενημερωθεί | να έχετε ενημερωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ενημερωθεί | είχαν ενημερωθεί | θα έχουν ενημερωθεί | να έχουν ενημερωθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.