εμποτίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εμποτίζω < (εν-) εμ- + ποτίζω < αρχαία ελληνική ποτίζω < πότος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peh₃- (πίνω) (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική imbiber)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /em.boˈti.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εμποτίζω
παλιότερος συλλαβισμός: εμποτίζω

Ρήμα

εμποτίζω, αόρ.: εμπότισα, παθ.φωνή: εμποτίζομαι, π.αόρ.: εμποτίσθηκα/εμποτίστηκα, μτχ.π.π.: εμποτισμένος

  1. (κυριολεκτικά) μουσκεύω κάτι ως το εσωτερικό του
  2. (μεταφορικά) επηρεάζω κάποιον με μια ιδέα, ένα συναίσθημα κ.λπ., μέχρι να τα ενστερνιστεί

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.