πότος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πότος οι πότοι
      γενική του πότου των πότων
    αιτιατική τον πότο τους πότους
     κλητική πότε πότοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πότος < αρχαία ελληνική πότος < πίνω

Ουσιαστικό

πότος αρσενικό

  • (αρχαιοπρεπές) άλλη μορφή του πόση

Μεταφράσεις

Πηγές

  • πότος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.