μουλιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μουλιάζω < μεσαιωνική ελληνική *μουλιάζω[1] [2] < *μολιάζω < υστερολατινική *molliare[1] < λατινική mollis (υγρός)

Ρήμα

μουλιάζω

  1. (μεταβατικό) βάζω κάτι σε υγρό, συνήθως για να μαλακώσει
  2. (αμετάβατο) μπαίνω ο ίδιος σε υγρό

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

  1. μουλιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.