εμπότιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εμπότιση | οι | εμποτίσεις |
| γενική | της | εμπότισης* | των | εμποτίσεων |
| αιτιατική | την | εμπότιση | τις | εμποτίσεις |
| κλητική | εμπότιση | εμποτίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εμποτίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /emˈbo.ti.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐μπό‐τι‐ση
- παλιότερος συλλαβισμός : εμ‐πό‐τι‐ση
Μεταφράσεις
εμπότιση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.