ενστερνίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ενστερνίζομαι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐνστερνίζομαι < ἐν + αρχαία ελληνική στέρν(ον) + -ίζομα (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική embrasser)[1]
Ρήμα
ενστερνίζομαι, π.αόρ.: ενστερνίστηκα (αποθετικό ρήμα)
- (μεταφορικά) αποδέχομαι με μεγάλη προθυμία και εις βάθος κάτι (άποψη, ιδέα, φιλοσοφία...)
- ※ Αυτή την άποψη ενστερνίζονται και οι Έλληνες τραπεζίτες, οι οποίοι κατέχουν περί τα 50 δισ. ευρώ ελληνικό χρέος (εφημερίδα Ημερησία, 9/10/2011)
Συνώνυμα
Συγγενικά
- ενστερνισμός
- → δείτε τη λέξη στέρνο
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ενστερνίζομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.