ἐμποροπανήγυρις
Νέα ελληνικά (el)
| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἐμποροπανήγυρις | αἱ | ἐμποροπανηγύρεις | ||||
| γενική | τῆς | ἐμποροπανηγύρεως | τῶν | ἐμποροπανηγύρεων | ||||
| δοτική | τῇ | ἐμποροπανηγύρει | ταῖς | ἐμποροπανηγύρεσι(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | ἐμποροπανήγυριν | τὰς | ἐμποροπανηγύρεις | ||||
| κλητική ὦ! | ἐμποροπανήγυρι | ἐμποροπανηγύρεις | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ἐμποροπανήγυρις < ἐμπορο- + αρχαία ελληνική πανήγυρις. Η λέξη, από το 1864.[1]
Ουσιαστικό
ἐμποροπανήγυρις θηλυκό
- (καθαρεύουσα) η εμποροπανήγυρη
- ※ Ἡ Γερτόπη, πενιχρὰ πόλις, κειμένη 15,000 πόδας ὑψηλὰ, ἐν ᾗ συγκροτεῖται ἐτησίως μία μεγάλη ἐμποροπανήγυρις.
- Νικόλαος Λωρέντης (1839) Νεωτάτη Διδακτική Γεωγραφία, τόμος 3ος, Βιέννη: 1839, [σελ.217, Η χώρα του Τιβέτ και Βουτάν
- ※ Ἡ Γερτόπη, πενιχρὰ πόλις, κειμένη 15,000 πόδας ὑψηλὰ, ἐν ᾗ συγκροτεῖται ἐτησίως μία μεγάλη ἐμποροπανήγυρις.
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.