ἐμποροπανήγυρις

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐμποροπανήγυρις αἱ ἐμποροπανηγύρεις
      γενική τῆς ἐμποροπανηγύρεως τῶν ἐμποροπανηγύρεων
      δοτική τῇ ἐμποροπανηγύρει ταῖς ἐμποροπανηγύρεσι(ν)
    αιτιατική τὴν ἐμποροπανήγυριν τὰς ἐμποροπανηγύρεις
     κλητική ! ἐμποροπανήγυρι ἐμποροπανηγύρεις
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἐμποροπανήγυρις < ἐμπορο- + αρχαία ελληνική πανήγυρις. Η λέξη, από το 1864.[1]

Ουσιαστικό

ἐμποροπανήγυρις θηλυκό

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.