fiera

Εσπεράντο (eo)

Ετυμολογία

fiera < fier- + -a

Επίθετο

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική fierafieraj
αιτιατική fieranfierajn

fiera (eo)



Ισπανικά (es)

Ετυμολογία

fiera < λατινική fera

Ουσιαστικό

fiera (es) θηλυκό



Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

fiera < θηλυκό του fiero

Κλιτικός τύπος επιθέτου

fiera (it)

Ουσιαστικό

fiera (it)

  1. λαϊκή αγορά, συγκέντρωση πωλητών κι αγοραστών που γίνετε σε τακτά διαστήματα σε συγκεκριμένο μέρος.
  2. μέρος ενός κτηρίου όπου γίνονται εκθέσεις.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.