φέρελπις
Νέα ελληνικά (el)
| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | φέρελπις | τὸ | φέρελπι | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | φερέλπιδος | τοῦ | φερέλπιδος | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | φερέλπιδι | τῷ | φερέλπιδι | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | φέρελπιν | τὸ | φέρελπι | ||
| κλητική ὦ! | φέρελπις ή φέρελπῐ* |
φέρελπι | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | φερέλπιδες | τὰ | φερέλπῐδα | ||
| γενική | τῶν | φερελπίδων | τῶν | φερελπίδων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | φερέλπισι(ν) | τοῖς | φερέλπῐδσι(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | φερέλπιδας | τὰ | φερέλπῐδα | ||
| κλητική ὦ! | φερέλπιδες | φερέλπιδα | ||||
| * Κατά τη Γραμματική του Smyth, §292, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'εὔελπις' όπως «εὔελπις» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φέρελπις < (καθαρεύουσα) φέρελπις < αρχαία ελληνική φέρ(ω) + ἐλπίς κατά το εὔελπις
Επίθετο
φέρελπις, -ις, -ι
- (λόγιο) που φέρει ελπίδα, δημιουργεί ελπίδα
- ↪ φερέλπιδες νέοι
- ≈ συνώνυμα: ελπιδοφόρος, πολλά υποσχόμενος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.