Ελπιδοφόρος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Ελπιδοφόρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐλπιδοφόρος (που φέρνει, που εμπνέει ελπίδες)  δείτε και τη λέξη ελπιδοφόρος

Κύριο όνομα

Ελπιδοφόρος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.