ἐλπίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἐλπίς | αἱ | ἐλπίδες |
| γενική | τῆς | ἐλπίδος | τῶν | ἐλπίδων |
| δοτική | τῇ | ἐλπίδῐ | ταῖς | ἐλπίσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | ἐλπίδᾰ | τὰς | ἐλπίδᾰς |
| κλητική ὦ! | ἐλπίς* | ἐλπίδες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐλπίδε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐλπίδοιν | ||
| Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ἐλπίς θηλυκό
- προσδοκία, ελπίδα
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Τρῳάδες, στίχ. 633 (632-633)
- οὐ ταὐτόν, ὦ παῖ, τῷ βλέπειν τὸ κατθανεῖν· | τὸ μὲν γὰρ οὐδέν, τῷ δ᾽ ἔνεισιν ἐλπίδες.
- Θάνατος και ζωή δεν είναι το ίδιο· | αυτός, μηδέν· μα η άλλη κρύβει ελπίδες.
- Μετάφραση, αναθεωρημένη έκδοση (1972) Οι Τρωαδίτισσες: Θρασύβουλος Σταύρου, 1η έκδοση (1952) @greek‑language.gr
- οὐ ταὐτόν, ὦ παῖ, τῷ βλέπειν τὸ κατθανεῖν· | τὸ μὲν γὰρ οὐδέν, τῷ δ᾽ ἔνεισιν ἐλπίδες.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 14
- αἰσχυνθέντες οὖν τάς τε τῶν Ἑλλήνων ἐς ὑμᾶς ἐλπίδας
- σεβαστείτε λοιπόν τις ελπίδες που εναπόθεσαν σε εσάς οι Έλληνες
- αἰσχυνθέντες οὖν τάς τε τῶν Ἑλλήνων ἐς ὑμᾶς ἐλπίδας
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Ῥητορική, 2, 1389a
- καὶ ζῶσι τὰ πλεῖστα ἐλπίδι· ἡ μὲν γὰρ ἐλπὶς τοῦ μέλλοντός ἐστιν ἡ δὲ μνήμη τοῦ παροιχομένου, τοῖς δὲ νέοις τὸ μὲν μέλλον πολὺ τὸ δὲ παρεληλυθὸς βραχύ·
- Ζουν κυρίως με την ελπίδα· ο λόγος είναι ότι η ελπίδα σχετίζεται με το μέλλον, ενώ η μνήμη με το παρελθόν, και για τους νέους το μέλλον είναι μεγάλο, ενώ το παρελθόν μικρό·
- Μετάφραση (2002, 2004): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
- ΣτΕ: Ο Αριστοτέλης απαριθμεί κάποια χαρακτηριστικά γνωρίσματα των νέων.
- καὶ ζῶσι τὰ πλεῖστα ἐλπίδι· ἡ μὲν γὰρ ἐλπὶς τοῦ μέλλοντός ἐστιν ἡ δὲ μνήμη τοῦ παροιχομένου, τοῖς δὲ νέοις τὸ μὲν μέλλον πολὺ τὸ δὲ παρεληλυθὸς βραχύ·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Τρῳάδες, στίχ. 633 (632-633)
- το πρόσωπο που ενσαρκώνει την ελπίδα
Εκφράσεις
- ἐκτὸς ἐλπίδος
- παρ' ἐλπίδα
- ἐλπίδας μεγάλας ἔχειν
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ἔλπω
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ἐλπίς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐλπίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.