ελέγκτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ελέγκτρια οι ελέγκτριες
      γενική της ελέγκτριας των ελεγκτριών
    αιτιατική την ελέγκτρια τις ελέγκτριες
     κλητική ελέγκτρια ελέγκτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ελέγκτρια < ελεγκτής + -τρια

Ουσιαστικό

ελέγκτρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.