ΕΕΚ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈek/
Συντομομορφή
Ε.Ε.Κ. αρσενικό ακρωνύμιο
- (αεροπορικός όρος) ο έλεγχος εναέριας κυκλοφορίας
- (αεροπορικός όρος) το άτομο που ασκεί τον παραπάνω έλεγχο, ο ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας
Πηγές
- ΟΜΕΟΔΕΚ (2015). Αγγλοελληνικό γλωσσάριο όρων Διαχείρισης Εναέριας Κυκλοφορίας (ΔΕΚ). Αθήνα: Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.