ΕΕΚ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ΕΕΚ < Έλεγχος Εναέριας Κυκλοφορίας
ΕΕΚ < Ελεγκτής Εναέριας Κυκλοφορίας

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈek/

Συντομομορφή

Ε.Ε.Κ. αρσενικό ακρωνύμιο

  1. (αεροπορικός όρος) ο έλεγχος εναέριας κυκλοφορίας
  2. (αεροπορικός όρος) το άτομο που ασκεί τον παραπάνω έλεγχο, ο ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.