ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας | οι | ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας |
| γενική | του | ελεγκτή εναέριας κυκλοφορίας | των | ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας |
| αιτιατική | τον | ελεγκτή εναέριας κυκλοφορίας | τους | ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας |
| κλητική | ελεγκτή εναέριας κυκλοφορίας | ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας < → δείτε τις λέξεις ελεγκτής και εναέρια κυκλοφορία
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.leŋˈktis e.naˈe.ɾi.as ci.klo.foˈɾi.as/
Πολυλεκτικός όρος
ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας αρσενικό
- (αεροπορικός όρος, επάγγελμα) άτομο που χρησιμοποιεί σύστημα ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας, για να διασφαλίσει την ασφαλή κίνηση των αεροσκαφών
- ※ Η αποχή των ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας από τα καθήκοντά τους δεν θα επιτρέψει την πραγματοποίηση καμίας πτήσης κατά τη διάρκεια της στάσης εργασίας, ενώ και η αποκατάσταση μετά την ολοκλήρωση της κινητοποίησης θα έχει σημαντικές δυσκολίες δεδομένης της διαδοχικής στάσης εργασίας από τους ηλεκτρονικούς. (Ταλαιπωρία για τους επιβάτες λόγω στάσης εργασίας των Ελεγκτών Εναέριας Κυκλοφορίας, cnn.gr, 7 Οκτωβρίου 2020)
Μεταφράσεις
ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.