ευμεταβλητότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευμεταβλητότητα οι ευμεταβλητότητες
      γενική της ευμεταβλητότητας των ευμεταβλητοτήτων
    αιτιατική την ευμεταβλητότητα τις ευμεταβλητότητες
     κλητική ευμεταβλητότητα ευμεταβλητότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ευμεταβλητότητα < ευμετάβλητος + -ότητα

Ουσιαστικό

ευμεταβλητότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.