εκχύμωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εκχύμωμα τα εκχυμώματα
      γενική του εκχυμώματος των εκχυμωμάτων
    αιτιατική το εκχύμωμα τα εκχυμώματα
     κλητική εκχύμωμα εκχυμώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκχύμωμα < εκχυμώνομαι + -μα

Ουσιαστικό

εκχύμωμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.