εκχυμώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εκχυμώνομαι < εκχύμωση + -ώνομαι (αναδρομικός σχηματισμός)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εκχυμώνομαι | εκχυμωνόμουν(α) | θα εκχυμώνομαι | να εκχυμώνομαι | ||
| β' ενικ. | εκχυμώνεσαι | εκχυμωνόσουν(α) | θα εκχυμώνεσαι | να εκχυμώνεσαι | (εκχυμώνου) | |
| γ' ενικ. | εκχυμώνεται | εκχυμωνόταν(ε) | θα εκχυμώνεται | να εκχυμώνεται | ||
| α' πληθ. | εκχυμωνόμαστε | εκχυμωνόμαστε εκχυμωνόμασταν |
θα εκχυμωνόμαστε | να εκχυμωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | εκχυμώνεστε | εκχυμωνόσαστε εκχυμωνόσασταν |
θα εκχυμώνεστε | να εκχυμώνεστε | (εκχυμώνεστε) | |
| γ' πληθ. | εκχυμώνονται | εκχυμώνονταν εκχυμωνόντουσαν |
θα εκχυμώνονται | να εκχυμώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εκχυμώθηκα | θα εκχυμωθώ | να εκχυμωθώ | εκχυμωθεί | ||
| β' ενικ. | εκχυμώθηκες | θα εκχυμωθείς | να εκχυμωθείς | εκχυμώσου | ||
| γ' ενικ. | εκχυμώθηκε | θα εκχυμωθεί | να εκχυμωθεί | |||
| α' πληθ. | εκχυμωθήκαμε | θα εκχυμωθούμε | να εκχυμωθούμε | |||
| β' πληθ. | εκχυμωθήκατε | θα εκχυμωθείτε | να εκχυμωθείτε | εκχυμωθείτε | ||
| γ' πληθ. | εκχυμώθηκαν εκχυμωθήκαν(ε) |
θα εκχυμωθούν(ε) | να εκχυμωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω εκχυμωθεί | είχα εκχυμωθεί | θα έχω εκχυμωθεί | να έχω εκχυμωθεί | εκχυμωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις εκχυμωθεί | είχες εκχυμωθεί | θα έχεις εκχυμωθεί | να έχεις εκχυμωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει εκχυμωθεί | είχε εκχυμωθεί | θα έχει εκχυμωθεί | να έχει εκχυμωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε εκχυμωθεί | είχαμε εκχυμωθεί | θα έχουμε εκχυμωθεί | να έχουμε εκχυμωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε εκχυμωθεί | είχατε εκχυμωθεί | θα έχετε εκχυμωθεί | να έχετε εκχυμωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν εκχυμωθεί | είχαν εκχυμωθεί | θα έχουν εκχυμωθεί | να έχουν εκχυμωθεί | ||
Μεταφράσεις
εκχυμώνομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.