μελάνιασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μελάνιασμα | τα | μελανιάσματα |
| γενική | του | μελανιάσματος | των | μελανιασμάτων |
| αιτιατική | το | μελάνιασμα | τα | μελανιάσματα |
| κλητική | μελάνιασμα | μελανιάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /meˈla.ɲa.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐λά‐νια‐σμα
Ουσιαστικό
μελάνιασμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μελανιάζω
- ※ Σπάνια, υπερευαίσθητα άτομα μπορούν να παρουσιάσουν αναφυλακτική αντίδραση στο τσίμπημα σφήκας ή μέλισσας, που εκδηλώνεται με σοβαρή υπόταση, έντονο ίδρωμα, δύσπνοια και μελάνιασμα. (εφ. Ελευθεροτυπία, 21.06.2009)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.