εκτυφλωτικά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
εκτυφλωτικά
<
εκτυφλωτικός
+
-ά
Επίρρημα
εκτυφλωτικά
με
εκτυφλωτικό
τρόπο
Μεταφράσεις
εκτυφλωτικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
εκτυφλωτικά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
εκτυφλωτικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.