εκπληκτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκπληκτικός | η | εκπληκτική | το | εκπληκτικό |
| γενική | του | εκπληκτικού | της | εκπληκτικής | του | εκπληκτικού |
| αιτιατική | τον | εκπληκτικό | την | εκπληκτική | το | εκπληκτικό |
| κλητική | εκπληκτικέ | εκπληκτική | εκπληκτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκπληκτικοί | οι | εκπληκτικές | τα | εκπληκτικά |
| γενική | των | εκπληκτικών | των | εκπληκτικών | των | εκπληκτικών |
| αιτιατική | τους | εκπληκτικούς | τις | εκπληκτικές | τα | εκπληκτικά |
| κλητική | εκπληκτικοί | εκπληκτικές | εκπληκτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εκπληκτικός < αρχαία ελληνική ἐκπληκτικός
Επίθετο
εκπληκτικός
Συγγενικά
Μεταφράσεις
που προκαλεί έκπληξη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.