εκτυφλώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εκτυφλώνω < αρχαία ελληνική ἐκτυφλόω / ἐκτυφλῶ + -ώνω < ἐκ + τυφλόω / τυφλῶ < τυφλός
Συγγενικά
- εκτυφλωτικά
- εκτυφλωτικός
- → δείτε τις λέξεις εκ, τυφλώνω και τυφλός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εκτυφλώνω | εκτύφλωνα | θα εκτυφλώνω | να εκτυφλώνω | εκτυφλώνοντας | |
| β' ενικ. | εκτυφλώνεις | εκτύφλωνες | θα εκτυφλώνεις | να εκτυφλώνεις | εκτύφλωνε | |
| γ' ενικ. | εκτυφλώνει | εκτύφλωνε | θα εκτυφλώνει | να εκτυφλώνει | ||
| α' πληθ. | εκτυφλώνουμε | εκτυφλώναμε | θα εκτυφλώνουμε | να εκτυφλώνουμε | ||
| β' πληθ. | εκτυφλώνετε | εκτυφλώνατε | θα εκτυφλώνετε | να εκτυφλώνετε | εκτυφλώνετε | |
| γ' πληθ. | εκτυφλώνουν(ε) | εκτύφλωναν εκτυφλώναν(ε) |
θα εκτυφλώνουν(ε) | να εκτυφλώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εκτύφλωσα | θα εκτυφλώσω | να εκτυφλώσω | εκτυφλώσει | ||
| β' ενικ. | εκτύφλωσες | θα εκτυφλώσεις | να εκτυφλώσεις | εκτύφλωσε | ||
| γ' ενικ. | εκτύφλωσε | θα εκτυφλώσει | να εκτυφλώσει | |||
| α' πληθ. | εκτυφλώσαμε | θα εκτυφλώσουμε | να εκτυφλώσουμε | |||
| β' πληθ. | εκτυφλώσατε | θα εκτυφλώσετε | να εκτυφλώσετε | εκτυφλώστε | ||
| γ' πληθ. | εκτύφλωσαν εκτυφλώσαν(ε) |
θα εκτυφλώσουν(ε) | να εκτυφλώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εκτυφλώσει | είχα εκτυφλώσει | θα έχω εκτυφλώσει | να έχω εκτυφλώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εκτυφλώσει | είχες εκτυφλώσει | θα έχεις εκτυφλώσει | να έχεις εκτυφλώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εκτυφλώσει | είχε εκτυφλώσει | θα έχει εκτυφλώσει | να έχει εκτυφλώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εκτυφλώσει | είχαμε εκτυφλώσει | θα έχουμε εκτυφλώσει | να έχουμε εκτυφλώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εκτυφλώσει | είχατε εκτυφλώσει | θα έχετε εκτυφλώσει | να έχετε εκτυφλώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εκτυφλώσει | είχαν εκτυφλώσει | θα έχουν εκτυφλώσει | να έχουν εκτυφλώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.